- ψιθύρα
- ψιθύρᾱ , ψιθύραfem nom/voc/acc dualψιθύρᾱ , ψιθύραfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιθύρα — ἡ, Α λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό τής λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα… … Dictionary of Greek
ψίθυρα — ψίθυρος whispering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθύραν — ψιθύρᾱν , ψιθύρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλίκια — Απόδοση της λατινικής λέξης delicia ή deliciae, που αναφερόταν στα παιδιά που χρησίμευαν ως ζωντανός διάκοσμος ή για διασκέδαση των γυναικών. Το έθιμο μεταφέρθηκε από την αρχαία Ρώμη στην Αλεξάνδρεια, όπου η Κλεοπάτρα είχε στην ακολουθία της… … Dictionary of Greek